Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η ΝΥΦΗ

Νυφη.Εγω οταν μεγαλωσω θα γινω νυφη.Η ποιο ομορφη νυφη....

Αλλο δεν απαντουσε αμα την ρωταγαν τι θα γινει σαν μεγαλωσει,νυφη ηθελε να ντυθει,
με πεπλα και ανθη λεμονιας.
Της ειχε γινει εμμονη ο γαμος  και τα νυφικα,ακομα και στον υπνο της νυφες εβλεπε...

Θα ηταν δεν θα ηταν εφτα χρονω οταν συγχωρεθηκε η μανα της απανω στην γεννα,
και απομεινε ορφανο με τα δυδιμα βαρος αβασταχτο στην δικη της πλατη,εφτα χρονω ηταν,
παιδι,αλλα η μοιρα αλλα σχεδια ειχε....

Στο χρονο απανω εφυγε και ο πατερας,τον πηρε η θαλασσα,και ξαναβαλε τα μαυρα,ξανασκεπασε
η γιαγια της το σπιτι ολοκληρο με μαυρα κρεπια,και στο κεφαλακι της αντι για λουλουδια του μαη,
φορεσε μαυρο μαντηλι.

Τα αγαπουσε η γρια τα ορφανα,αλλα με ενα τροπο δικο της,αγριο,ειχε και την ευθηνη  του σπιτιου,
να τα αναστησει,να τα μεγαλωσει....
Για σχολειο ουτε λογος φυσικα,σπιτι επρεπε να μεινει,να βοηθησει στο μεγαλωμα των ορφανων,
λες και εκεινη δεν ηταν ορφανη.
-Εσυ εισαι η μεγαλη ακουγε συνεχεια,εσυ πρεπει να τα αναστησεις τα αδερφακια σου,εσυ πρεπει να σταθεις διπλα στην γιαγια σου.

Μεγαλωνε εβλεπε την ζωη της να περναει και δεν μπορουσε να κλεψει ουτε μια στιγμη δικια της.
Ολα για τους αλλους,ολα γιατι ετσι πρεπει,ολα για τα ματια του κοσμου,ολα για τον κοσμο...
Μεγαλωνε,και παρα τα μαυρα ρουχα και την μοιρα της την κακουργα,ανθιζε σαν λουλουδι αγριο.
Και αμα την καλουσανε σε γαμο,εκανε σαν τρελη,μεθουσε,ζουσε για την στιγμη που θα εντυνε την νυφη ,που θα την στολιζε,που θα εκανε δικη της ξενη χαρα.

Τα καλυτερα στολισματα εκανε ,και ολες οι νυφες την θελανε στην χαρα τους,και το ονομα της πρωτο το γραφανε στην σιολα του νυφιατικου υποδηματος,και αμα κατα τυχη δεν εσβηνε,το σβηναν αυτες με το χερι,μη το δει και στεναχωρεθει.

Και οταν εφτασε η ωρα και ηρθε το προξενιο απο τον ανθρωπο που αγαπουσε,τοτε ηταν που η μοιρα
της  θυμηθηκε πως στην γεννα της δεν κεραστηκε μελι και ζαχαρη,και την εστειλε παλι στα μαυρα ρουχα,στην μαυρη ζωη.

Εκλαψε για το φευγιο της γιαγιας της,αλλα απο μεσα της εκλαιγε για τον εαυτο της,για οσα ονειρα θα εμεναν ονειρα.
Και ντυθηκε παλι στα μαυρα,και εθαψε μεσα της οσα ανθιζαν,παει ελεγε η ανοιξη,εγω χειμωνα θα εχω τεσσερες φορες το χρονο,τα καλοκαιρια μου στα δυδιμα τα χαρισα.

Ζουσε ,ετσι νομιζε,εκανε τα χατηρια των αλλων,γιατι ετσι επρεπε...επρεπε να μεγαλωσει τα αδερφια της,επρεπε να ειναι εκει παντα,ενα γαμημενο πρεπει ειχε για μπουσουλα,ενα πρεπει που στον υπνο της επερνε την μορφη μαγισσας κακιας,ντυμενη παντα στα μαυρα...

Τα σπουδασε τα αδερφια της,τα παντρεψε,τα προικισε,τα εκανε ολα οπως επρεπε,και συνεχισε να πηγαινει σε γαμους,και να στολιζει τις ποιο ομορφες νυφες,εκανε το ονειρο της επαγγελμα και εβγαζε παραδες με ουρα.Ακομα και απο την πολη ερχοτανε οι νυφες να της ραψει.

Και απανω που ειχε παρατησει τα ονειρα,γνωρισε εκεινον.Πατημενα τα τριανταπεντε ειχε,αλλα δεν ειχε υποχρεωσεις,ολα τα ειχε καλα καμωμενα,και ειπε το ναι.Αραβωνιαστηκανε και ειπανε να γινει ο γαμος αμα γυρνουσε με το καλο εκεινος απο τα καραβια.
Θ εφευγε για ενα χρονο,και αμα επιανε λιμανι,θα την πηγενε στην εκκλησια.

Λιμανι δεν επιασε ποτε,στην θαλασσα τον κηδεψανε,και εμεινε να κλαιει πανω απο ενα κουστουμι,το γαμπριατικο.Κ αι τα χρονια περνουσανε,και εφτιαχνε με λυσσα τα πιο ομορφα νυφικα,τα πιο ομορφα στολισματα.
Και εφερνε και τυχη καλη σε οσες τα φορουσαν,μονο η δικια της μοιρα δεν χαμογελουσε.

Και τα δυδιμα ομως,μια στιγμη δεν την αφησαν μοναχια της.Οσα στερηθηκε για να τα μεγαλωσει,διπλα και τριδιπλα της τα εδωσαν πισω.Τ ι να τα κανει ομως τα λουσα και τα μαλαματα;
Και απανω που ειχε πει πως δεν θα βαλει ανθη λεμονια στην κεφαλη της,ειχαν περασει και τα χρονια,
ηρθε το προξενιο.

Ειπαι αμεσως το ναι,και ορισαν στα γρηγορα τον γαμο.Πηγε με την νυφη της στην πολη να αγορασει τα χρειαζουμενα για τον γαμο,για το νυφικο δεν ειχε να σκεφτει,το ειχε απο χρονια ετοιμο.
Εκει ενιωσε τον πρωτο πονο,πηγε στο νοσοκομειο,εκανε ολες τις εξετασεις,και μετα γυρισε στο νησι,να ετοιμασει τα του γαμου.

Ο γαμος εγινε μετα απο δυο μηνες,καλπαζων καρκινος στο παγκρεας ηταν,μα ολα τα ειχε καμωμενα.
Μεχρι και το τραγουδι που θα χορευε ειχε διαλεξει,και η  μπαντα το παιανειζε την ωρα που την κατευαζαν  κατω στην κρυα γη...
και ηταν τοσο ομορφη,θαρεις και θα σε μιλουσε... ολοζωντανη.Μα ολοι ειχαν να λενε για το νυφικο της.

Ηταν η πιο ομορφη νυφη..........

2 σχόλια:

  1. πω.. πανέμορφο και τόσο συγκινητικό μου θύμισε λίγο τη γιαγιά μου..

    καλώς σε βρήκα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ανατριχιαστικό... με την καλή έννοια

    ΑπάντησηΔιαγραφή